- θαλασσοδάνειο
- το1. δάνειο με υψηλό τόκο που παρεχόταν σε πλοιοκτήτη ή φορτωτή, ενώ η επιστροφή του εξαρτούνταν από την αίσια έκβαση ναυτικής επιχείρησης2. δάνειο με πολύ μεγάλο τόκο τού οποίου η απόδοση δεν είναι σίγουρη λόγω τού ότι ο οφειλέτης δεν είναι φερέγγυος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο-* + δάνειο. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στον Ν. Παπαδόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.